άνεμος

άνεμος
ο
1) ветер;

ενάντιος άνεμος — встречный ветер;

ούριος ( — или πρίμος) άνεμος — попутный ветер;

2) πλ. ветры, газы;
3) перен. : δουλειές τού ανέμου бесплодные занятия; пустое дело; λόγια τού ανέμου пустые слова; τί έκαμε;

— — τον άνεμο κουβάρι! — что он сделал? — ничего!;

§ επί πτερύγων ανέμων а) как ветром сдуло; б) ветер в голове (о пустом, тщеславном человеке);
στη διάθεση των τεσσάρων ανέμων по воле ветра; на произвол судьбы;

άς πάει στον άνεμο! — а) пошёл к чёрту!; — б) чёрт с ним, ладно;

άνεμος πού δεν μποδίζει, αφησε τον κι' ας βουίζει — посл, собака лает — ветер носит


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "άνεμος" в других словарях:

  • ἄνεμος — wind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο 1. ρεύμα αέρα που δημιουργείται από διάφορες ατμοσφαιρικές μεταβολές: Σ όλο το ταξίδι μας είχαμε τον άνεμο αντίθετο. 2. άσκοπη ασχολία, χωρίς αποτέλεσμα: Κάνει δουλειές τ ανέμου. 3. αντί της λέξης «διάβολος»: Άσ τον να πάει στον άνεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… …   Dictionary of Greek

  • Πόθεν ὁ ἄνεμος πνεῖ. — См. Куда ветер подует …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …   Dictionary of Greek

  • σιμούν — Άνεμος που πνέει στις ερήμους, κυρίως στη Σαχάρα, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Μεσοποταμία. Πρόκειται για θερμό και ξηρό άνεμο, στο πέρασμα του οποίου δημιουργούνται συχνά αμμοστρόβιλοι. Οι ιθαγενείς της Αφρικής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν… …   Dictionary of Greek

  • ἀνέμω — ἄνεμος wind masc nom/voc/acc dual ἄνεμος wind masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱νέμω , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥνεμος — ἄνεμος , ἄνεμος wind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμοιν — ἄνεμος wind masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμοιο — ἄνεμος wind masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»